γαρ

γαρ
γὰρ (σύνδ.) (AM)
1. επειδή
2. βέβαια
3. λοιπόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ' όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά αιτιολόγηση. Τις περισσότερες φορές εισάγει αιτιολογία διανοητικής φύσεως (αιτιολογημένη εξήγηση ή απόδειξη).Η πλέον συνήθης χρήση τού γαρ είναι η επεξηγηματική. Η πρόταση που εισάγεται με το γαρ επεξηγεί κάποιο σημείο σε πρόταση που προηγείται. Συμβαίνει όμως να εμφανίζεται το γαρ στην πρώτη πρόταση που χρειάζεται κάποια επεξήγηση. Τέλος το γαρ επεξηγεί μερικώς ένα από τα στοιχεία τής προτάσεως, όχι ολόκληρο το περιεχόμενό της, που αλλιώς θα ετίθετο εντός παρενθέσεως.Επιπλέον αιτιολογεί διάφορες καταστάσεις που δημιουργούνται από συναισθήματα.Εν αντιθέσει προς το γε, που μπορεί να καταλάβει οποιαδήποτε θέση στην πρόταση, το γαρ δεν ξεφεύγει από την τρίτη θέση στον πεζό λόγο, ενώ στην τραγική ή κωμική ποίηση φτάνει ως την πέμπτη ή έκτη θέση.Στον διάλογο το μόριο γαρ επιβεβαιώνει κάτι θετικά ή αρνητικά
είναι η αιτιολόγηση ενός «ναι» ή ενός «όχι».Ακόμη ο γαρ μπορεί να εισάγει και ερωτήσεις που απαιτούν αιτιολογημένες απαντήσεις, αλλά και την ίδια την αιτιολογημένη απάντηση.Όταν συνάπτεται με το ει ή το αι (ει γαρ, αι γαρ), κυρίως στον Όμηρο και στην τραγωδία, εκφράζει πολλές φορές ευχή. Συνδυασμένο με το αλλά (αλλά γαρ), είτε το ένα κατόπιν τού άλλου είτε χωρισμένα από άλλες λέξεις, αποδίδει αιτιολογημένη διακοπή. Ο σύνδεσμος και και το μόριο γαρ (και γαρ «ακριβώς, πράγματι, βεβαίως») ισοδυναμούν με ένα ενισχυμένο γαρ. Τέλος οι συνάψεις και γαρ τοι, και γαρ ουν οφείλουν τη συμπερασματική τους σημασία στα τοι και ουν αντιστοίχως. Ο και και το γαρ είναι απλώς διακοσμητικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γάρ — for indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάρ' — γάρα , γάρον sauce neut nom/voc/acc pl γάρε , γάρος sauce masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μη γαρ — μὴ γὰρ (Α) (ελλειπτ. φρ.) 1. (συν. σε αποκρίσεις για εμφαντική άρνηση) βεβαίως όχι, καθόλου («μὴ γὰρ λεγέτω τὸ ὄνομα... Μὴ γάρ», Πλάτ.) 2. (σε παρενθετικές προτάσεις) πολύ λιγότερο, δεν θέλω να πω ότι («ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῡτον αὑτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ — οὐ γὰρ (Α) 1. μόρια που εκφέρουν αρνητική αιτιολογία σε ευθύ λόγο 2. ελλειπτικώς χρησιμοποιούνται σε αποκρίσεις που γίνονται ερωτηματικώς, όπου πρέπει να εννοηθεί το βεβαιωτικό ναί («τούτους ἀγαθοὺς ἐνόμισας; οὐ γάρ...;», Αριστοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη ἐκρεγείη ἄν. — Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη (τὰ τόξα) ἐκρεγείη ἄν. См. Что больше понатягивать, то скорее лопнет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. — ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. См. Человеку свойственно ошибаться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”